τριγωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριγωνισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριγωνισμός αρσενικό
- διαίρεση επιφάνειας σε τρίγωνα ώστε να χαρτογραφηθεί
- ο τριγωνισμός αυτής της περιοχής δεν έχει ολοκληρωθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριγωνισμός
|