triangulation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΔΦΣ : /tri.jɑ̃.gy.la.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtriangulation (fr) θηλυκό
- La triangulation de cette région n'est pas achevée : ο τριγωνισμός αυτής της περιοχής δεν έχει ολοκληρωθεί.