τριακοστό δεύτερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριακοστό δεύτερο | τα | τριακοστά δεύτερα |
γενική | του | τριακοστού δεύτερου & τριακοστού δευτέρου | των | τριακοστών δεύτερων & τριακοστών δευτέρων |
αιτιατική | το | τριακοστό δεύτερο | τα | τριακοστά δεύτερα |
κλητική | τριακοστό δεύτερο | τριακοστά δεύτερα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριακοστό δεύτερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριακοστός δεύτερος → δείτε τη λέξη τριακοστός, δεύτερος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
τριακοστό δεύτερο ουδέτερο
- (μουσική) νότα η οποία διαρκεί τον μισό χρόνο από ένα δέκατο έκτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριακοστό δεύτερο
|