τριακοσιομέδιμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τριακοσιομέδιμνος | οι | τριακοσιομέδιμνοι |
γενική | του | τριακοσιομέδιμνου & τριακοσιομεδίμνου |
των | τριακοσιομέδιμνων & τριακοσιομεδίμνων |
αιτιατική | τον | τριακοσιομέδιμνο | τους | τριακοσιομέδιμνους & τριακοσιομεδίμνους |
κλητική | τριακοσιομέδιμνε | τριακοσιομέδιμνοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριακοσιομέδιμνος < αρχαία ελληνική τριακοσιομέδιμνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριακοσιομέδιμνος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: τριακοσιομέδιμνοι)
- (ιστορία) Αθηναίος πολίτης ιδιοκτήτης γης που αποφέρει τριακόσιους μεδίμνους ετησίως, μέλος της μεσαίας τάξης (πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι / ιππείς, διακοσιομέδιμνοι / ζευγίτες, θήτες), όπως ορίστηκε με την σολώνια μεταρρύθμιση τον 6ο αιώνα π.Χ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριακοσιομέδιμνος
|