Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριακοσιομέδιμνος οι τριακοσιομέδιμνοι
      γενική του τριακοσιομέδιμνου
τριακοσιομεδίμνου
των τριακοσιομέδιμνων
τριακοσιομεδίμνων
    αιτιατική τον τριακοσιομέδιμνο τους τριακοσιομέδιμνους
τριακοσιομεδίμνους
     κλητική τριακοσιομέδιμνε τριακοσιομέδιμνοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριακοσιομέδιμνος < αρχαία ελληνική τριακοσιομέδιμνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριακοσιομέδιμνος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: τριακοσιομέδιμνοι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία