Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριακοντάσχοινος η τριακοντάσχοινη το τριακοντάσχοινο
      γενική του τριακοντάσχοινου της τριακοντάσχοινης του τριακοντάσχοινου
    αιτιατική τον τριακοντάσχοινο την τριακοντάσχοινη το τριακοντάσχοινο
     κλητική τριακοντάσχοινε τριακοντάσχοινη τριακοντάσχοινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριακοντάσχοινοι οι τριακοντάσχοινες τα τριακοντάσχοινα
      γενική των τριακοντάσχοινων των τριακοντάσχοινων των τριακοντάσχοινων
    αιτιατική τους τριακοντάσχοινους τις τριακοντάσχοινες τα τριακοντάσχοινα
     κλητική τριακοντάσχοινοι τριακοντάσχοινες τριακοντάσχοινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριακοντάσχοινος < τριάκοντα + σχοίνος (απόσταση τριάντα σχοίνων)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριακοντάσχοινος αρσενικό

  • γεωγραφικός προσδιορισμός σε χρήση στην ελληνιστική Αίγυπτο, και μετέπειτα και από την ρωμαϊκή Αίγυπτο ως triakontaschoenus, ο οποίος αντιστοιχούσε στην περιοχή της κάτω Νουβίας μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου καταρράκτη του Νείλου

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία