τριήμερον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τρῐημερο- | |||||
ονομαστική | τὸ | τριήμερον | τὰ | τριήμερᾰ | |
γενική | τοῦ | τριημέρου | τῶν | τριημέρων | |
δοτική | τῷ | τριημέρῳ | τοῖς | τριημέροις | |
αιτιατική | τὸ | τριήμερον | τὰ | τριήμερᾰ | |
κλητική ὦ! | τριήμερον | τριήμερᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριημέρω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τριημέροιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- τριήμερον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριήμερος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριήμερον, -ου ουδέτερο
- το τριήμερο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- τριήμερον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατριήμερον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τριήμερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριήμερος
Πηγές
επεξεργασία- τριήμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.