Δείτε επίσης: τραχηλιαίος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τραχηλιαῖος τραχηλιαί τὸ τραχηλιαῖον
      γενική τοῦ τραχηλιαίου τῆς τραχηλιαίᾱς τοῦ τραχηλιαίου
      δοτική τῷ τραχηλιαί τῇ τραχηλιαί τῷ τραχηλιαί
    αιτιατική τὸν τραχηλιαῖον τὴν τραχηλιαίᾱν τὸ τραχηλιαῖον
     κλητική ! τραχηλιαῖε τραχηλιαί τραχηλιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τραχηλιαῖοι αἱ τραχηλιαῖαι τὰ τραχηλιαῖ
      γενική τῶν τραχηλιαίων τῶν τραχηλιαίων τῶν τραχηλιαίων
      δοτική τοῖς τραχηλιαίοις ταῖς τραχηλιαίαις τοῖς τραχηλιαίοις
    αιτιατική τοὺς τραχηλιαίους τὰς τραχηλιαίᾱς τὰ τραχηλιαῖ
     κλητική ! τραχηλιαῖοι τραχηλιαῖαι τραχηλιαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τραχηλιαίω τὼ τραχηλιαί τὼ τραχηλιαίω
      γεν-δοτ τοῖν τραχηλιαίοιν τοῖν τραχηλιαίαιν τοῖν τραχηλιαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραχηλιαῖος < τράχηλ(ος) + -ιαῖος

  Επίθετο

επεξεργασία

τραχηλιαῖος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)