τραχηλιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραχηλιαῖος < τράχηλ(ος) + -ιαῖος
Επίθετο
επεξεργασίατραχηλιαῖος, -α, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (ανατομία) που βρίσκεται στον τράχηλο, τραχηλικός
Πηγές
επεξεργασία- τραχηλιαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραχηλιαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.