τραπεζοϋπαλληλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραπεζοϋπαλληλικός < τραπεζοϋπάλληλος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίατραπεζοϋπαλληλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τραπεζοϋπάλληλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραπεζοϋπαλληλικός
|
τραπεζοϋπαλληλικός, -ή, -ό
|