↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραπεζοϋπαλληλικός η τραπεζοϋπαλληλική το τραπεζοϋπαλληλικό
      γενική του τραπεζοϋπαλληλικού της τραπεζοϋπαλληλικής του τραπεζοϋπαλληλικού
    αιτιατική τον τραπεζοϋπαλληλικό την τραπεζοϋπαλληλική το τραπεζοϋπαλληλικό
     κλητική τραπεζοϋπαλληλικέ τραπεζοϋπαλληλική τραπεζοϋπαλληλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραπεζοϋπαλληλικοί οι τραπεζοϋπαλληλικές τα τραπεζοϋπαλληλικά
      γενική των τραπεζοϋπαλληλικών των τραπεζοϋπαλληλικών των τραπεζοϋπαλληλικών
    αιτιατική τους τραπεζοϋπαλληλικούς τις τραπεζοϋπαλληλικές τα τραπεζοϋπαλληλικά
     κλητική τραπεζοϋπαλληλικοί τραπεζοϋπαλληλικές τραπεζοϋπαλληλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζοϋπαλληλικός < τραπεζοϋπάλληλος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τραπεζοϋπαλληλικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τραπεζοϋπάλληλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία