τραγικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραγικοποίηση | οι | τραγικοποιήσεις |
γενική | της | τραγικοποίησης* | των | τραγικοποιήσεων |
αιτιατική | την | τραγικοποίηση | τις | τραγικοποιήσεις |
κλητική | τραγικοποίηση | τραγικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τραγικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραγικοποίηση < τραγικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραγικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τραγικοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραγικοποίηση
|