Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

τραγικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τραγικοποιώ
  2. θα τραγικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τραγικοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τραγικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τραγικοποίηση