Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τριγλῠφο-
ονομαστική τὸ τρίγλυφον τὰ τρίγλυφ
      γενική τοῦ τριγλύφου τῶν τριγλύφων
      δοτική τῷ τριγλύφ τοῖς τριγλύφοις
    αιτιατική τὸ τρίγλυφον τὰ τρίγλυφ
     κλητική ! τρίγλυφον τρίγλυφ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριγλύφω
γεν-δοτ τοῖν  τριγλύφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρίγλυφον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίγλυφος (αρχαία ελληνική )

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίγλυφον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τρίγλυφον: αρχαίος κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τρίγλυφον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίγλυφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίγλυφος