Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούνδρα οι τούνδρες
      γενική της τούνδρας των τουνδρών
    αιτιατική την τούνδρα τις τούνδρες
     κλητική τούνδρα τούνδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τούνδρα στη Νορβηγία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τούνδρα < ρωσική тундра

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtun.ðɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τούνδρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία