τούμπανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τούμπανο | τα | τούμπανα |
γενική | του | τούμπανου | των | τούμπανων |
αιτιατική | το | τούμπανο | τα | τούμπανα |
κλητική | τούμπανο | τούμπανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τούμπανο < τύμπανο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατούμπανο ουδέτερο
- το νταούλι
- (μεταφορικά) υπερβολικά πρησμένος
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι: για κάτι που το θεωρεί ο συνομιλητής μας μυστικό ενώ το γνωρίζουν πάρα πολλοί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τούμπανο
|