Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τορπιλοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τορπιλοφόρ
ο
τα
τορπιλοφόρ
α
γενική
του
τορπιλοφόρ
ου
των
τορπιλοφόρ
ων
αιτιατική
το
τορπιλοφόρ
ο
τα
τορπιλοφόρ
α
κλητική
τορπιλοφόρ
ο
τορπιλοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τορπιλοφόρο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
τορπιλοβόλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τορπιλοφόρο
ουδέτερο
(
στρατιωτικός όρος
) (
ναυτικός όρος
) το
τορπιλοβόλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τορπιλοφόρο
→
δείτε
τη λέξη
τορπιλοβόλο