τοροειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοροειδής | η | τοροειδής | το | τοροειδές |
γενική | του | τοροειδούς* | της | τοροειδούς | του | τοροειδούς |
αιτιατική | τον | τοροειδή | την | τοροειδή | το | τοροειδές |
κλητική | τοροειδή(ς) | τοροειδής | τοροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοροειδείς | οι | τοροειδείς | τα | τοροειδή |
γενική | των | τοροειδών | των | τοροειδών | των | τοροειδών |
αιτιατική | τους | τοροειδείς | τις | τοροειδείς | τα | τοροειδή |
κλητική | τοροειδείς | τοροειδείς | τοροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο επεξεργασία
τοροειδής (el), -ής, -ές
Συνώνυμα επεξεργασία
- τορόσχημος
- σαν ντόνατ