τιμαριθμοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμαριθμοποίηση | οι | τιμαριθμοποιήσεις |
γενική | της | τιμαριθμοποίησης* | των | τιμαριθμοποιήσεων |
αιτιατική | την | τιμαριθμοποίηση | τις | τιμαριθμοποιήσεις |
κλητική | τιμαριθμοποίηση | τιμαριθμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμαριθμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιμαριθμοποίηση < τιμαριθμοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιμαριθμοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) η προσαρμογή οικονομικών μεγεθών στον τιμάριθμο, μια τεχνική για την αναπροσαρμογή των πληρωμών του εισοδήματος προκειμένου να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιμαριθμοποίηση
|