Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμαριθμοποιώ < τιμάριθμος + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

τιμαριθμοποιώ (παθητική φωνή: τιμαριθμοποιούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία