τιμαριθμοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμαριθμοποιώ < τιμάριθμος + -ο- + -ποιώ
Ρήμα
επεξεργασίατιμαριθμοποιώ (παθητική φωνή: τιμαριθμοποιούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τιμαριθμοποιώ | τιμαριθμοποιούσα | θα τιμαριθμοποιώ | να τιμαριθμοποιώ | τιμαριθμοποιώντας | |
β' ενικ. | τιμαριθμοποιείς | τιμαριθμοποιούσες | θα τιμαριθμοποιείς | να τιμαριθμοποιείς | (τιμαριθμοποίει) | |
γ' ενικ. | τιμαριθμοποιεί | τιμαριθμοποιούσε | θα τιμαριθμοποιεί | να τιμαριθμοποιεί | ||
α' πληθ. | τιμαριθμοποιούμε | τιμαριθμοποιούσαμε | θα τιμαριθμοποιούμε | να τιμαριθμοποιούμε | ||
β' πληθ. | τιμαριθμοποιείτε | τιμαριθμοποιούσατε | θα τιμαριθμοποιείτε | να τιμαριθμοποιείτε | τιμαριθμοποιείτε | |
γ' πληθ. | τιμαριθμοποιούν(ε) | τιμαριθμοποιούσαν(ε) | θα τιμαριθμοποιούν(ε) | να τιμαριθμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τιμαριθμοποίησα | θα τιμαριθμοποιήσω | να τιμαριθμοποιήσω | τιμαριθμοποιήσει | ||
β' ενικ. | τιμαριθμοποίησες | θα τιμαριθμοποιήσεις | να τιμαριθμοποιήσεις | τιμαριθμοποίησε | ||
γ' ενικ. | τιμαριθμοποίησε | θα τιμαριθμοποιήσει | να τιμαριθμοποιήσει | |||
α' πληθ. | τιμαριθμοποιήσαμε | θα τιμαριθμοποιήσουμε | να τιμαριθμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | τιμαριθμοποιήσατε | θα τιμαριθμοποιήσετε | να τιμαριθμοποιήσετε | τιμαριθμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | τιμαριθμοποίησαν τιμαριθμοποιήσαν(ε) |
θα τιμαριθμοποιήσουν(ε) | να τιμαριθμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τιμαριθμοποιήσει | είχα τιμαριθμοποιήσει | θα έχω τιμαριθμοποιήσει | να έχω τιμαριθμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τιμαριθμοποιήσει | είχες τιμαριθμοποιήσει | θα έχεις τιμαριθμοποιήσει | να έχεις τιμαριθμοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τιμαριθμοποιήσει | είχε τιμαριθμοποιήσει | θα έχει τιμαριθμοποιήσει | να έχει τιμαριθμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τιμαριθμοποιήσει | είχαμε τιμαριθμοποιήσει | θα έχουμε τιμαριθμοποιήσει | να έχουμε τιμαριθμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τιμαριθμοποιήσει | είχατε τιμαριθμοποιήσει | θα έχετε τιμαριθμοποιήσει | να έχετε τιμαριθμοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τιμαριθμοποιήσει | είχαν τιμαριθμοποιήσει | θα έχουν τιμαριθμοποιήσει | να έχουν τιμαριθμοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιμαριθμοποιώ
|