Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοραστική δύναμη → δείτε τις λέξεις αγοραστικός και δύναμη

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αγοραστική δύναμη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία