Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεπεριοδικό τα τηλεπεριοδικά
      γενική του τηλεπεριοδικού των τηλεπεριοδικών
    αιτιατική το τηλεπεριοδικό τα τηλεπεριοδικά
     κλητική τηλεπεριοδικό τηλεπεριοδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπεριοδικό (νεολογισμός) < τηλε(όραση), τηλε(οπτικός) τηλε- + περιοδικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.pe.ɾi.o.ðiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐ο‐πε‐ρι‐ο‐δι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεπεριοδικό θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία