↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεβόμβα οι τηλεβόμβες
      γενική της τηλεβόμβας των τηλεβομβών
    αιτιατική την τηλεβόμβα τις τηλεβόμβες
     κλητική τηλεβόμβα τηλεβόμβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεβόμβα < τηλε- + βόμβα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεβόμβα θηλυκό

  1. βόμβα που κάποιος την πυροδοτεί από απόσταση
    ※  Η τηλεβόμβα, που συναρμολόγησε η ίδια, αποδείχθηκε μοιραία για τη ζωή της. Κάτω από άγνωστες συνθήκες ­ ίσως από κάποιο αδέξιο χειρισμό ­ η τηλεβόμβα ενεργοποιήθηκε, οδηγώντας την 50χρονη Αγγλίδα στον θάνατο. (εφ. Τα Νέα, 04.05.2001)
  2. (σπάνιο) «βόμβα» / απρόσμενο σημαντικό γεγονός που αφορά τηλεοπτική εκπομπή
  • τηλεβόμβα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία