↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεβόλο τα τηλεβόλα
      γενική του τηλεβόλου των τηλεβόλων
    αιτιατική το τηλεβόλο τα τηλεβόλα
     κλητική τηλεβόλο τηλεβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεβόλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεβόλο ουδέτερο

  • το πυροβόλο όπλο που μπορεί να κτυπήσει μακρινούς στόχους εκτοξεύοντας βαριά βλήματα, το κανόνι, το τόπι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία