τηλεβολοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεβολοστάσιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεβολοστάσιο ουδέτερο
- το πυροβολείο, το οχύρωμα απ' όπου βάλλουν τα πυροβόλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεβολοστάσιο
|