τζενεριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζενεριά | οι | τζενεριές |
γενική | της | τζενεριάς | των | τζενεριών |
αιτιατική | την | τζενεριά | τις | τζενεριές |
κλητική | τζενεριά | τζενεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζενεριά θηλυκό