τζελέπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zeˈle.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζε‐λέ‐πης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζελέπης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- Τζελέπης (επώνυμο)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. τζελέπης, στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Γ΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1910), σ. 193.