Δείτε επίσης: τζελέπης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσελεμπής οι τσελεμπήδες
      γενική του τσελεμπή των τσελεμπήδων
    αιτιατική τον τσελεμπή τους τσελεμπήδες
     κλητική τσελεμπή τσελεμπήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσελεμπής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τζελεπής ή τσελεπής < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική γλώσσα. Δείτε και την τουρκική λέξη çelebi.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσελεμπής αρσενικό

  1. (ιστορία) τίτλος των παιδιών ενός ευγενούς (σουλτάνου -çelebi sultan-, αμιρά κ.λπ.) ή του μεγάλου δερβίση του τάγματος των Μεβλεβήδων
     δείτε τη λέξη τσελεμπής (μεσαιωνικά ελληνικά)
  2. παρωχημένο, κατ’ επέκταση) άρχοντας, αφέντης
  3. (παρωχημένο) προσαγόρευση ευκατάστατων
  4. (παρωχημένο) λεβέντης, νέος, καλοντυμένος
      Ψηλέ λιγνέ μου τσελεμπή αφράτε και δροσάτε, / το μάθανε πως μ’ αγαπάς και θαρρετά περπάτειε («Έλα να σε φιλήσω», παραδοσιακό τραγούδι από τα Αλάτσατα της Σμύρνης)
      Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθείς σοῦ ψάλλει / καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ / γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ, / πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι. (Γεώργιος Σουρής, Ο μαραθώνιος)
      Ο Σακαρέλος δεν ήθελε να είναι περήφανος και τσελεπής μόνο στη ντυμασιά, εννοούσε να είναι το ίδιο παστρικός και στα χέρια. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Ο πύργος του ακροπόταμου [1915])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
τσελεμπής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική προέλευση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσελεμπής αρσενικό

  • τίτλος των παιδιών του σουλτάνου
      15ος αιώνας Ψευδοσφραντζής. Χρονικόν (Maius), 192, 6.
    Καὶ ἐν τῷ ἀπέρχεσθαι αὐτούς, λέγω δὴ τὸν ἀμηρᾶν καὶ τὸν βασιλέα κατὰ τῶν ἀποστατησάντων σατράπων ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, καὶ ὁ μὲν ἀμηρᾶς τὸν υἱὸν αὑτοῦ Μωσῆν τζελεπὴν κατέλιπεν, ἵνα πάντα τὰ ὑποτελῆ αὐτῷ ἐν τῇ Εὐρώπῃ φυλάττῃ