τετρασπίθαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετρασπίθαμος, -η, -ο
- αυτός έχει μήκος τεσσάρων σπιθαμών
- (συνεκδοχικά) αυτός που έχει μήκος δώδεκα παλαιστών
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετρασπίθαμος
|
τετρασπίθαμος, -η, -ο
|