τετραπυρολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετραπυρολικός, -η, -ο
- (χημεία) χαρακτηρισμός χημικής ένωσης που φέρει στο μόριό της τέσσερις πυρολικούς δακτυλίους, (ή πυρολικούς πυρήνες)
- ⮡ τετραπυρολικά παράγωγα (π.χ. πορφυρίνες, φυκοβιλίνες, χλωρίνες, κορρίνες κ.ά., ή σύμπλοκα αυτών με μεταλλικά άλατα όπως οι αμίνες, χλωροφύλλες κ.ά.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετραπυρολικός
|