Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράψηλος η τετράψηλη το τετράψηλο
      γενική του τετράψηλου της τετράψηλης του τετράψηλου
    αιτιατική τον τετράψηλο την τετράψηλη το τετράψηλο
     κλητική τετράψηλε τετράψηλη τετράψηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράψηλοι οι τετράψηλες τα τετράψηλα
      γενική των τετράψηλων των τετράψηλων των τετράψηλων
    αιτιατική τους τετράψηλους τις τετράψηλες τα τετράψηλα
     κλητική τετράψηλοι τετράψηλες τετράψηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράψηλος < τετρά- + ψηλός

  Επίθετο επεξεργασία

τετράψηλος, -η, -ο

  • πάρα πολύ ψηλός, πανύψηλος
    ※  Μα -σκύψε να σου πω σ' αυτί:- στο τετράψηλο Παλαμήδι, ίσαμε τη στιγμή τούτη που σου μιλώ, δεν ανέβηκα! (Άγγελος Τερζάκης Παλαμήδι [διήγημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία