Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τετράτρυφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τετράτρυφ
ος
η
τετράτρυφ
η
το
τετράτρυφ
ο
γενική
του
τετράτρυφ
ου
της
τετράτρυφ
ης
του
τετράτρυφ
ου
αιτιατική
τον
τετράτρυφ
ο
την
τετράτρυφ
η
το
τετράτρυφ
ο
κλητική
τετράτρυφ
ε
τετράτρυφ
η
τετράτρυφ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τετράτρυφ
οι
οι
τετράτρυφ
ες
τα
τετράτρυφ
α
γενική
των
τετράτρυφ
ων
των
τετράτρυφ
ων
των
τετράτρυφ
ων
αιτιατική
τους
τετράτρυφ
ους
τις
τετράτρυφ
ες
τα
τετράτρυφ
α
κλητική
τετράτρυφ
οι
τετράτρυφ
ες
τετράτρυφ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τετράτρυφος
<
τετρα-
+
τρύφος
(= κομμάτι, τεμάχιο)
Επίθετο
επεξεργασία
τετράτρυφος, -η, -ο
αυτός που έχει τεμαχιστεί στα τέσσερα
τετράτρυφος
άρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τετράτρυφος