↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράπωλος η τετράπωλη το τετράπωλο
      γενική του τετράπωλου της τετράπωλης του τετράπωλου
    αιτιατική τον τετράπωλο την τετράπωλη το τετράπωλο
     κλητική τετράπωλε τετράπωλη τετράπωλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράπωλοι οι τετράπωλες τα τετράπωλα
      γενική των τετράπωλων των τετράπωλων των τετράπωλων
    αιτιατική τους τετράπωλους τις τετράπωλες τα τετράπωλα
     κλητική τετράπωλοι τετράπωλες τετράπωλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράπωλος < μεσαιωνική ελληνική τετρα- + πώλος

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράπωλος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει τέσσερα άλογα
  2. αυτός που σύρεται από τέσσερα άλογα
    τετράπωλο άρμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία