↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράορος η τετράορη το τετράορο
      γενική του τετράορου της τετράορης του τετράορου
    αιτιατική τον τετράορο την τετράορη το τετράορο
     κλητική τετράορε τετράορη τετράορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράοροι οι τετράορες τα τετράορα
      γενική των τετράορων των τετράορων των τετράορων
    αιτιατική τους τετράορους τις τετράορες τα τετράορα
     κλητική τετράοροι τετράορες τετράορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράορος < τετρα- + άερος (< αείρω = σηκώνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράορος, -η, -ο

  1. ο ζεμένος με τέσσερα άλογα
  2. άλογο συζεμένο με τρία ακόμα άλογα
    τετράοροι ίπποι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία