τετράκορφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράκορφος, -η, -ο
- αυτός {πόλη, ακτή, χερσόνησος, νησί) που φέρει τέσσερις κόλπους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράκορφος
|
τετράκορφος, -η, -ο
|