τεσσαρακοστή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεσσαρακοστή < ελληνιστική κοινή τεσσαρακοστή < θηλυκό του τεσσαρακοστός < τεσσαράκοντα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.sa.ɾa.koˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τεσ‐σα‐ρα‐κο‐στή
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεσσαρακοστή θηλυκό
- (θρησκεία) η κατά τον χριστιανισμό σαρανταήμερη περίοδος της νηστείας πριν την Ανάσταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεσσαρακοστή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατεσσαρακοστή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τεσσαρακοστός