ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τεσσαρακονταετηρίς αἱ τεσσαρακονταετηρίδες
      γενική τῆς τεσσαρακονταετηρίδος τῶν τεσσαρακονταετηρίδων
      δοτική τῇ τεσσαρακονταετηρίδ ταῖς τεσσαρακονταετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τεσσαρακονταετηρίδ τὰς τεσσαρακονταετηρίδᾰς
     κλητική ! τεσσαρακονταετηρίς* τεσσαρακονταετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τεσσαρακονταετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  τεσσαρακονταετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεσσαρακονταετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τεσσαρακοντα- + -ετηρίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεσσαρακονταετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία