τερατουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερατουργία < ελληνιστική κοινή τερατουργία < τερατουργός
Ουσιαστικό επεξεργασία
τερατουργία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τερατουργώ
Συγγενικά επεξεργασία
- τερατούργημα
- τερατουργώ
- → δείτε τις λέξεις τέρας και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερατουργία
|