τερατουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερατουργώ < ελληνιστική κοινή τερατουργέω < τερατουργός
Ρήμα
επεξεργασίατερατουργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τερατουργώ | τερατουργούσα | θα τερατουργώ | να τερατουργώ | τερατουργώντας | |
β' ενικ. | τερατουργείς | τερατουργούσες | θα τερατουργείς | να τερατουργείς | (τερατούργει) | |
γ' ενικ. | τερατουργεί | τερατουργούσε | θα τερατουργεί | να τερατουργεί | ||
α' πληθ. | τερατουργούμε | τερατουργούσαμε | θα τερατουργούμε | να τερατουργούμε | ||
β' πληθ. | τερατουργείτε | τερατουργούσατε | θα τερατουργείτε | να τερατουργείτε | τερατουργείτε | |
γ' πληθ. | τερατουργούν(ε) | τερατουργούσαν(ε) | θα τερατουργούν(ε) | να τερατουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τερατούργησα | θα τερατουργήσω | να τερατουργήσω | τερατουργήσει | ||
β' ενικ. | τερατούργησες | θα τερατουργήσεις | να τερατουργήσεις | τερατούργησε | ||
γ' ενικ. | τερατούργησε | θα τερατουργήσει | να τερατουργήσει | |||
α' πληθ. | τερατουργήσαμε | θα τερατουργήσουμε | να τερατουργήσουμε | |||
β' πληθ. | τερατουργήσατε | θα τερατουργήσετε | να τερατουργήσετε | τερατουργήστε | ||
γ' πληθ. | τερατούργησαν τερατουργήσαν(ε) |
θα τερατουργήσουν(ε) | να τερατουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τερατουργήσει | είχα τερατουργήσει | θα έχω τερατουργήσει | να έχω τερατουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τερατουργήσει | είχες τερατουργήσει | θα έχεις τερατουργήσει | να έχεις τερατουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τερατουργήσει | είχε τερατουργήσει | θα έχει τερατουργήσει | να έχει τερατουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τερατουργήσει | είχαμε τερατουργήσει | θα έχουμε τερατουργήσει | να έχουμε τερατουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τερατουργήσει | είχατε τερατουργήσει | θα έχετε τερατουργήσει | να έχετε τερατουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τερατουργήσει | είχαν τερατουργήσει | θα έχουν τερατουργήσει | να έχουν τερατουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερατουργώ
|