Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεθνηκώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
τεθνηκ
ώς
ἡ
τεθνηκυ
ῖᾰ
τὸ
τεθνηκ
ός
γενική
τοῦ
τεθνηκότ
ος
τῆς
τεθνηκυ
ίᾱς
τοῦ
τεθνηκότ
ος
δοτική
τῷ
τεθνηκότ
ῐ
τῇ
τεθνηκυ
ίᾳ
τῷ
τεθνηκότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
τεθνηκότ
ᾰ
τὴν
τεθνηκυ
ῖᾰν
τὸ
τεθνηκ
ός
κλητική
ὦ
!
τεθνηκ
ώς
τεθνηκυ
ῖᾰ
τεθνηκ
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
τεθνηκότ
ες
αἱ
τεθνηκυ
ῖαι
τὰ
τεθνηκότ
ᾰ
γενική
τῶν
τεθνηκότ
ων
τῶν
τεθνηκυ
ιῶν
τῶν
τεθνηκότ
ων
δοτική
τοῖς
τεθνηκό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
τεθνηκυ
ίαις
τοῖς
τεθνηκό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
τεθνηκότ
ᾰς
τὰς
τεθνηκυ
ίᾱς
τὰ
τεθνηκότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
τεθνηκότ
ες
τεθνηκυ
ῖαι
τεθνηκότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
τεθνηκότ
ε
τὼ
τεθνηκυ
ίᾱ
τὼ
τεθνηκότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
τεθνηκότ
οιν
τοῖν
τεθνηκυ
ίαιν
τοῖν
τεθνηκότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τεθνηκώς, -υῖα, -ός
μετοχή
ενεργητικού
παρακειμένου
(
τέθνηκα
)
του ρήματος
θνῄσκω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
τεθνεώς