τεΐνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τεΐνη | οι | τεΐνες |
γενική | της | τεΐνης | των | τεϊνών |
αιτιατική | την | τεΐνη | τις | τεΐνες |
κλητική | τεΐνη | τεΐνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ˈi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ΐ‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεΐνη θηλυκό
- (παρωχημένο) η καφεΐνη, όταν βρίσκεται στο τσάι