ταχυόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταχυόνιο | τα | ταχυόνια |
γενική | του | ταχυόνιου & ταχυονίου |
των | ταχυόνιων & ταχυονίων |
αιτιατική | το | ταχυόνιο | τα | ταχυόνια |
κλητική | ταχυόνιο | ταχυόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχυόνιο < ταχυ- + -όνιο ή συγκερασμός των ταχυ- και φωτόνιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυόνιο ουδέτερο
- (υποθετικό στοιχειώδες σωματίδιο) το υπερφωτόνιο, υποθετικό σωματίδιο που θεωρείται ότι μετακινείται με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός στο κενό