υπερφωτόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερφωτόνιο | τα | υπερφωτόνια |
γενική | του | υπερφωτόνιου & υπερφωτονίου |
των | υπερφωτόνιων & υπερφωτονίων |
αιτιατική | το | υπερφωτόνιο | τα | υπερφωτόνια |
κλητική | υπερφωτόνιο | υπερφωτόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαυπερφωτόνιο < υπερ- + φωτόνιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερφωτόνιο ουδέτερο