ταμπλίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταμπλίστας (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) γαλλική table + -ίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπλίστας αρσενικό (θηλυκό ταμπλίστρια)
- (νεολογισμός, επάγγελμα) ειδικότητα σε εστιατόρια, το πρόσωπο που χρεώνει σε κάθε τραπέζι τα φαγητά που παραδίδονται σε αυτό
- ※ Ο συνδικαλιστής, που είχε προϋπηρεσία 32 ετών, εργαζόταν σε ξενοδοχειακή μονάδα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ως ταμπλίστας (δηλαδή, χρέωνε τα φαγητά που έβγαιναν από την κουζίνα του ξενοδοχείου προς κατανάλωση στο εστιατόριο). (* enet.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμπλίστας
|