ταμπλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταμπλίστρια < ταμπλίστας + -τρια < γαλλική table
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμπλίστρια θηλυκό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) θηλυκό του ταμπλίστας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταμπλίστρια
|
ταμπλίστρια θηλυκό
|