ταγάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ταγάριον | τὰ | ταγάριᾰ |
γενική | τοῦ | ταγαρίου | τῶν | ταγαρίων |
δοτική | τῷ | ταγαρίῳ | τοῖς | ταγαρίοις |
αιτιατική | τὸ | ταγάριον | τὰ | ταγάριᾰ |
κλητική ὦ! | ταγάριον | ταγάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταγαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταγαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταγάριον < ταγή + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταγάριον ουδέτερο