σώρευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σώρευση | οι | σωρεύσεις |
γενική | της | σώρευσης* | των | σωρεύσεων |
αιτιατική | τη | σώρευση | τις | σωρεύσεις |
κλητική | σώρευση | σωρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σώρευση < αρχαία ελληνική σώρευσις < σωρεύω < σωρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασώρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σωρεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σώρευση
|
Πηγές
επεξεργασία- σώρευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σώρευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σώρευση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: σωρεύω