σώρευσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σώρευσῐς | αἱ | σωρεύσεις |
γενική | τῆς | σωρεύσεως | τῶν | σωρεύσεων |
δοτική | τῇ | σωρεύσει | ταῖς | σωρεύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σώρευσῐν | τὰς | σωρεύσεις |
κλητική ὦ! | σώρευσῐ | σωρεύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωρεύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωρευσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σώρευσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σωρός
Πηγές επεξεργασία
- σώρευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.