ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύσκεψῐς αἱ συσκέψεις
      γενική τῆς συσκέψεως τῶν συσκέψεων
      δοτική τῇ συσκέψει ταῖς συσκέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύσκεψῐν τὰς συσκέψεις
     κλητική ! σύσκεψῐ συσκέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συσκέψει
γεν-δοτ τοῖν  συσκεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύσκεψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συσκέπ-τ-(ομαι) + -σις (-ψις). Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σκέψις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύσκεψη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύσκεψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία