σύσκεψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύσκεψῐς | αἱ | συσκέψεις | ||||
γενική | τῆς | συσκέψεως | τῶν | συσκέψεων | ||||
δοτική | τῇ | συσκέψει | ταῖς | συσκέψεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σύσκεψῐν | τὰς | συσκέψεις | ||||
κλητική ὦ! | σύσκεψῐ | συσκέψεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συσκέψει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συσκεψέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύσκεψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συσκέπ-τ-(ομαι) + -σις (-ψις). Μορφολογικά αναλύεται σε σύ- + σκέψις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σύσκεψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύσκεψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σύσκεψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.