σύκινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύκινος | η | σύκινη | το | σύκινο |
γενική | του | σύκινου | της | σύκινης | του | σύκινου |
αιτιατική | τον | σύκινο | τη | σύκινη | το | σύκινο |
κλητική | σύκινε | σύκινη | σύκινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύκινοι | οι | σύκινες | τα | σύκινα |
γενική | των | σύκινων | των | σύκινων | των | σύκινων |
αιτιατική | τους | σύκινους | τις | σύκινες | τα | σύκινα |
κλητική | σύκινοι | σύκινες | σύκινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύκινος < αρχαία ελληνική σύκινος
Επίθετο
επεξεργασίασύκινος, -η, -ο
- που είναι κατασκευασμένος από ξύλο συκίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύκινος
|