σωτηριολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σωτηριολογικός < σωτηριολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σωτηριολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την σωτηριολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σωτηριολογικός
|
σωτηριολογικός, -ή, -ό
|