Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωληνίσκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συγγενικά
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σωληνίσκ
ος
οι
σωληνίσκ
οι
γενική
του
σωληνίσκ
ου
των
σωληνίσκ
ων
αιτιατική
τον
σωληνίσκ
ο
τους
σωληνίσκ
ους
κλητική
σωληνίσκ
ε
σωληνίσκ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωληνίσκος
<
σωλήνας
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σωληνίσκος
αρσενικό
υποκοριστικό
του
σωλήνας
, ο μικρός σωλήνας
Συγγενικά
επεξεργασία
σωληνάριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωληνίσκος
αγγλικά
:
tubule
(en)