σχαδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σχαδών | αἱ | σχαδόνες |
γενική | τῆς | σχαδόνος | τῶν | σχαδόνων |
δοτική | τῇ | σχαδόνῐ | ταῖς | σχαδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σχαδόνᾰ | τὰς | σχαδόνᾰς |
κλητική ὦ! | σχαδών | σχαδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σχαδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σχαδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχαδών < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχαδών, -όνος θηλυκό
- (έντομο) η κάμπια της μέλισσας ή της σφήκας
- μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και μεγαλώνει η προνύμφη της μέλισσας
- (στον πληθυντικό) κηρήθρα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
- Αἱ δὲ θυρίδες καὶ αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων ἀμφίστομοι· περὶ γὰρ μίαν βάσιν δύο θυρίδες εἰσίν, ὥσπερ ἡ τῶν ἀμφικυπέλλων, ἡ μὲν ἐντὸς ἡ δ’ ἐκτός.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σχαδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχαδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.