↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχαδών αἱ σχαδόνες
      γενική τῆς σχαδόνος τῶν σχαδόνων
      δοτική τῇ σχαδόν ταῖς σχαδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σχαδόν τὰς σχαδόνᾰς
     κλητική ! σχαδών σχαδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχαδόνε
γεν-δοτ τοῖν  σχαδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχαδών < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχαδών, -όνος θηλυκό

  1. (έντομο) η κάμπια της μέλισσας ή της σφήκας
  2. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και μεγαλώνει η προνύμφη της μέλισσας
  3. (στον πληθυντικό) κηρήθρα
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
    Αἱ δὲ θυρίδες καὶ αἱ τοῦ μέλιτος καὶ τῶν σχαδόνων ἀμφίστομοι· περὶ γὰρ μίαν βάσιν δύο θυρίδες εἰσίν, ὥσπερ ἡ τῶν ἀμφικυπέλλων, ἡ μὲν ἐντὸς ἡ δ’ ἐκτός.

Άλλες μορφές

επεξεργασία